- καταπλημμύρηση
- ηβλ. καταπλημμύριση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταπλημμύρηση — καταπλημμύρηση, η και καταπλημμύριση, η ξεχείλισμα: Από την καταπλημμύρηση του ποταμού καταστράφηκαν πολλά χωράφια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταπλημμύριση — και καταπλημμύρηση, η 1. η κάλυψη με πολύ νερό, ο κατακλυσμός 2. υπερεκχείλιση, ξεχείλισμα νερού 3. μτφ. αφθονία παραγωγής ενός είδους, υπεραφθονία, υπερπαραγωγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταπλημμυρίζω ή καταπλημμυρώ. Η λ., στον λόγιο τύπο καταπλημμύρησις … Dictionary of Greek